ποτικάρδιος

ποτικάρδιος
-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσκάρδιος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”